- σύνδειπνος
- ο сотрапезник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σύνδειπνος — companion at table masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνδειπνος — η, ο / σύνδειπνος, ον, ΝΜΑ, και σύδειπνος, η, ο, Ν αυτός που παρακάθεται σε δείπνο μαζί με άλλον ή με άλλους, συνδαιτυμόνας αρχ. 1. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) Σύνδειπνοι τίτλος σατυρικού δράματος τού Σοφοκλέους 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι… … Dictionary of Greek
συνδείπνους — σύνδειπνος companion at table masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνδειπνε — σύνδειπνος companion at table masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνδειπνοι — σύνδειπνος companion at table masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Festina lente — Sigma Inhaltsverzeichnis 1 Σ αγαπώ. 2 Σαρδόνιος γέλως … Deutsch Wikipedia
Liste griechischer Phrasen/Sigma — Sigma Inhaltsverzeichnis 1 Σ αγαπώ … Deutsch Wikipedia
Das Gastmahl der Sieben Weisen — (griech.: Συμποσιακά τῶν ἑπτά σοφών Symposiaka tōn hepta sophōn) ist ein Teil der Moralia des altgriechischen Schriftstellers Plutarch. Es enthält in dialogischer Form die Lehren der Sieben Weisen von Griechenland. Inhaltsverzeichnis 1 Ort und… … Deutsch Wikipedia
Das Gastmahl der sieben Weisen — (altgriech. Συμποσιακά τῶν ἑπτά σοφῶν Symposiaka tōn hepta sophōn) ist ein Teil der Moralia des altgriechischen Schriftstellers Plutarch. Es enthält in dialogischer Form die Lehren der Sieben Weisen von Griechenland. Inhaltsverzeichnis 1 Ort und… … Deutsch Wikipedia
δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… … Dictionary of Greek
παρακλίτης — ὁ, Α [παρακλίνω] αυτός που δειπνεί ξαπλωμένος κοντά σε κάποιον, σύνδειπνος, παρακαθήμενος, παρακλίντωρ* («σύνδειπνον καὶ παρακλίτην πεποιημένον ἄνδρα ὑπέρδασύν τε καὶ ὑπέραισχον», Ξεν.) … Dictionary of Greek